εθιμοτυπία

εθιμοτυπία
[зтимотипия] ουσ. θ. национальный обычай

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εθιμοτυπία" в других словарях:

  • εθιμοτυπία — η 1. το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που έχουν επικρατήσει 2. σύνολο καθορισμένων κανόνων που ακολουθούνται σε επίσημες τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ιωάννη Κ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • εθιμοτυπία — η 1. σύνολο των παραδοσιακών κανόνων κοινωνικής ευπρέπειας και καλής συμπεριφοράς, εθιμοταξία, ετικέτα. 2. το σύνολο των κανόνων υποχρεωτικής συμπεριφοράς, που εφαρμόζονται στις επίσημες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές και εμφανίσεις, στις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθιμοταξία — η η εθιμοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • εθιμοτυπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εθιμοτυπία ή γίνεται σύμφωνα με αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ενθρονισμός — και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) [ενθρονίζω] η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο νεοελλ. εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ έναν χώρο μσν. 1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας 2. τίτλος τών προσοδίων* τού Πινδάρου 3. βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • ετικέτα — η 1. μικρή επιγραφή που κολλιέται σε φιάλες, κιβώτια, σάκους, τετράδια κ.λπ. για να δηλώσει το περιεχόμενό τους και μερικές φορές την αξία τους 2. εθιμοτυπία, τύπος συμπεριφοράς, κοινωνικής αναστροφής, κοινωνικοί τρόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»